- λειχηνιάρης, -α, -ικο
- αυτός που έχει λειχήνες στο σώμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λειχηνιάρης — α, ικο [λειχήνα] γεμάτος λειχήνες, αυτός που το δέρμα τού προσώπου του έχει λειχήνες … Dictionary of Greek